προσεξηπειροῦντος

προσεξηπειροῦντος
προσεξηπειρόω
turn still more into dry land
pres part act masc/neut gen sg
προσεξηπειρόω
turn still more into dry land
pres part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσεξηπειρώ — όω, Α (κυρίως για ποταμούς, στο στόμιο τών οποίων έχει συσσωρευθεί ιλύς) μεταβάλλω σε ήπειρο, σε ξηρά επί πλέον («τοῡ Νείλου προσεξηπειροῡντος ἀεὶ τὴν θάλατταν τῇ προσχώσει», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐξηπειρῶ «μεταβάλλω σε ξηρά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”